Translation meaning & definition of the word "plausibly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απλά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Plausibly
[Ευκολότερα]/plɔzəbli/
adverb
1. Easy to believe on the basis of available evidence
- "He talked plausibly before the committee"
- "He will probably win the election"
- synonym:
- credibly ,
- believably ,
- plausibly ,
- probably
1. Εύκολο να πιστέψει με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία
- "Μίλησε εύλογα ενώπιον της επιτροπής"
- "Πιθανότατα θα κερδίσει τις εκλογές"
- συνώνυμο:
- αξιόπιστα ,
- πιστευτά ,
- εύλογα ,
- πιθανότατα