Translation meaning & definition of the word "platinum" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πλατίνα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Platinum
[Πλατινένιο]/plætnəm/
noun
1. A heavy precious metallic element
- Grey-white and resistant to corroding
- Occurs in some nickel and copper ores and is also found native in some deposits
- synonym:
- platinum ,
- Pt ,
- atomic number 78
1. Ένα βαρύ πολύτιμο μεταλλικό στοιχείο
- Γκρι-λευκό και ανθεκτικό στη διάβρωση
- Εμφανίζεται σε μερικά μεταλλεύματα νικελίου και χαλκού και βρίσκεται επίσης εγγενής σε ορισμένες αποθέσεις
- συνώνυμο:
- πλατινένιο ,
- Πτ ,
- ατομικός αριθμός 78