Translation meaning & definition of the word "plating" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επιμετάλλωση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Plating
[Επιμετάλλωση]/pletɪŋ/
noun
1. A thin coating of metal deposited on a surface
- synonym:
- plating ,
- metal plating
1. Μια λεπτή επικάλυψη μετάλλου που εναποτίθεται σε μια επιφάνεια
- συνώνυμο:
- επιμετάλλωση ,
- επένδυση μετάλλων
2. The application of a thin coat of metal (as by electrolysis)
- synonym:
- plating
2. Η εφαρμογή ενός λεπτού παλτού από μέταλλο (ας με ηλεκτρολυσι)
- συνώνυμο:
- επιμετάλλωση