Translation meaning & definition of the word "platen" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πλατύ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Platen
[Πλατέν]/plætən/
noun
1. Work table of a machine tool
- synonym:
- platen
1. Πίνακας εργασίας ενός εργαλείου μηχανών
- συνώνυμο:
- πλατέν
2. The flat plate of a printing press that presses the paper against the type
- synonym:
- platen
2. Η επίπεδη πλάκα ενός πιεστηρίου εκτύπωσης που πιέζει το χαρτί ενάντια στον τύπο
- συνώνυμο:
- πλατέν
3. The roller on a typewriter against which the keys strike
- synonym:
- platen
3. Ο κύλινδρος σε μια γραφομηχανή ενάντια στην οποία χτυπούν τα κλειδιά
- συνώνυμο:
- πλατέν