Translation meaning & definition of the word "plastic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πλαστικό" στην ελληνική γλώσσα
Plastic
[Πλαστικό]noun
1. Generic name for certain synthetic or semisynthetic materials that can be molded or extruded into objects or films or filaments or used for making e.g. coatings and adhesives
- synonym:
- plastic
1. Γενικό όνομα για ορισμένα συνθετικά ή ημισυνθετικά υλικά που μπορούν να φορμαριστούν ή να εξωθηθούν σε αντικείμενα ή φιλμ ή νήματα
- συνώνυμο:
- πλαστικό
2. A card (usually plastic) that assures a seller that the person using it has a satisfactory credit rating and that the issuer will see to it that the seller receives payment for the merchandise delivered
- "Do you take plastic?"
- synonym:
- credit card ,
- charge card ,
- charge plate ,
- plastic
2. Μια κάρτα (συνήθως πλαστικό) που διαβεβαιώνει έναν πωλητή ότι το άτομο που τη χρησιμοποιεί έχει ικανοποιητική πιστοληπτική ικανότητα
- "Παίρνεις πλαστικό?"
- συνώνυμο:
- πιστωτική κάρτα ,
- κάρτα χρέωσης ,
- πλάκα φόρτισης ,
- πλαστικό
adjective
1. Capable of being molded or modeled (especially of earth or clay or other soft material)
- "Plastic substances such as wax or clay"
- synonym:
- fictile ,
- moldable ,
- plastic
1. Ικανό να είναι φορμαρισμένο ή μοντελοποιημένο (ειδικά της γης ή του πηλού ή άλλου μαλακού υλικού)
- "Πλαστικές ουσίες όπως κερί ή πηλός"
- συνώνυμο:
- φανταστικός ,
- φορμαρισμένο ,
- πλαστικό
2. Capable of being influenced or formed
- "The plastic minds of children"
- "A pliant nature"
- synonym:
- plastic ,
- pliant
2. Ικανό να επηρεάζεται ή να σχηματίζεται
- "Τα πλαστικά μυαλά των παιδιών"
- "Μια πλούσια φύση"
- συνώνυμο:
- πλαστικό ,
- πλατύ
3. Forming or capable of forming or molding or fashioning
- "A formative influence"
- "A formative experience"
- synonym:
- formative ,
- shaping ,
- plastic
3. Σχηματισμός ή ικανός να σχηματίσει ή να σχηματοποιήσει ή να διαμορφώσει
- "Διαμορφωτική επιρροή"
- "Διαμορφωτική εμπειρία"
- συνώνυμο:
- διαμορφωτικόσ ,
- διαμόρφωση ,
- πλαστικό