Translation meaning & definition of the word "plasma" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πλάσμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Plasma
[Πλάσμα]/plæzmə/
noun
1. The colorless watery fluid of the blood and lymph that contains no cells, but in which the blood cells (erythrocytes, leukocytes, and thrombocytes) are suspended
- synonym:
- plasma ,
- plasm ,
- blood plasma
1. Το άχρωμο υδαρές υγρό του αίματος και της λέμφου που δεν περιέχει κύτταρα, αλλά στα οποία αναστέλλονται τα κύτταρα αίματος
- συνώνυμο:
- πλάσμα ,
- πλάσμα αίματος
2. A green slightly translucent variety of chalcedony used as a gemstone
- synonym:
- plasma
2. Μια πράσινη ελαφρώς ημιδιαφανής ποικιλία χαλκηδόνιας που χρησιμοποιείται ως πολύτιμος λίθος
- συνώνυμο:
- πλάσμα
3. (physical chemistry) a fourth state of matter distinct from solid or liquid or gas and present in stars and fusion reactors
- A gas becomes a plasma when it is heated until the atoms lose all their electrons, leaving a highly electrified collection of nuclei and free electrons
- "Particles in space exist in the form of a plasma"
- synonym:
- plasma
3. (φυσική χημεία) μια τέταρτη κατάσταση ύλης διαφορετική από στερεό ή υγρό ή αέριο και παρούσα σε αστέρια και αντιδραστήρες σύντηξης
- Ένα αέριο γίνεται πλάσμα όταν θερμαίνεται μέχρι τα άτομα να χάσουν όλα τα ηλεκτρόνια τους, αφήνοντας μια πολύ ηλεκτρισμένη συλλογή
- "Σωματίδια στο διάστημα υπάρχουν με τη μορφή πλάσματος"
- συνώνυμο:
- πλάσμα