Translation meaning & definition of the word "plantation" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φυτεία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Plantation
[Φυτεία]/plænteʃən/
noun
1. An estate where cash crops are grown on a large scale (especially in tropical areas)
- synonym:
- plantation
1. Ένα κτήμα όπου οι καλλιέργειες μετρητών καλλιεργούνται σε μεγάλη κλίμακα (ειδικά στις τροπικές περιοχές)
- συνώνυμο:
- φυτεία
2. A newly established colony (especially in the colonization of north america)
- "The practice of sending convicted criminals to serve on the plantations was common in the 17th century"
- synonym:
- Plantation
2. Μια νεοσύστατη αποικία (ειδικά στον αποικισμό της βόρειας αμερικής)
- "Η πρακτική της αποστολής καταδικασμένων εγκληματιών για να υπηρετήσουν στις φυτείες ήταν κοινή τον 17ο αιώνα"
- συνώνυμο:
- Φυτεία
3. Garden consisting of a small cultivated wood without undergrowth
- synonym:
- grove ,
- woodlet ,
- orchard ,
- plantation
3. Κήπος που αποτελείται από μικρό καλλιεργημένο ξύλο χωρίς υποανάπτυξη
- συνώνυμο:
- αλώνω ,
- ξυλόγλυπτο ,
- οπωρώνας ,
- φυτεία
Examples of using
He realized a large sum by the sale of the plantation.
Συνειδητοποίησε ένα μεγάλο ποσό από την πώληση της φυτείας.