Translation meaning & definition of the word "planner" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σχεδιαστής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Planner
[Σχεδιαστήσ]/plænər/
noun
1. A person who makes plans
- synonym:
- planner ,
- contriver ,
- deviser
1. Ένας άνθρωπος που κάνει σχέδια
- συνώνυμο:
- σχεδιαστήσ ,
- προσανατολίζων ,
- επινοητήσ
2. A notebook for recording appointments and things to be done, etc.
- synonym:
- planner
2. Ένα σημειωματάριο για την καταγραφή συναντήσεων και πραγμάτων που πρέπει να γίνουν κ.λπ.
- συνώνυμο:
- σχεδιαστήσ