Translation meaning & definition of the word "plank" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τράπεζα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Plank
[Πλατύ]/plæŋk/
noun
1. A stout length of sawn timber
- Made in a wide variety of sizes and used for many purposes
- synonym:
- board ,
- plank
1. Ένα σταθερό μήκος πριονισμένης ξυλείας
- Κατασκευάζεται σε μεγάλη ποικιλία μεγεθών και χρησιμοποιείται για πολλούς σκοπούς
- συνώνυμο:
- πίνακας ,
- πλανκ
2. An endorsed policy in the platform of a political party
- synonym:
- plank
2. Μια εγκεκριμένη πολιτική στην πλατφόρμα ενός πολιτικού κόμματος
- συνώνυμο:
- πλανκ
verb
1. Cover with planks
- "The streets were planked"
- synonym:
- plank ,
- plank over
1. Κάλυψη με σανίδες
- "Οι δρόμοι ήταν πλασμένοι"
- συνώνυμο:
- πλανκ ,
- πλανάται
2. Set (something or oneself) down with or as if with a noise
- "He planked the money on the table"
- "He planked himself into the sofa"
- synonym:
- plank ,
- flump ,
- plonk ,
- plop ,
- plunk ,
- plump down ,
- plunk down ,
- plump
2. Ρυθμίστε (κάτι ή τον εαυτό σας) κάτω με ή σαν με θόρυβο
- "Στο τραπέζι σανίδωσε τα χρήματα"
- "Σανίδωσε τον εαυτό του στον καναπέ"
- συνώνυμο:
- πλανκ ,
- παραπονιέμαι ,
- πλονκ ,
- πλευρώ ,
- παρασύρω ,
- παχουλός ,
- παγιδεύω
3. Cook and serve on a plank
- "Planked vegetable"
- "Planked shad"
- synonym:
- plank
3. Μαγειρέψτε και σερβίρετε σε μια σανίδα
- "Λαχανικό τραπεζαρίας"
- "Κατατεθειμένη σκιά"
- συνώνυμο:
- πλανκ