Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "planetary" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πλανητική" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Planetary

[Πλανητικόσ]
/plænətɛri/

adjective

1. Of or relating to or resembling the physical or orbital characteristics of a planet or the planets

  • "Planetary motion"
  • "Planetary year"
    synonym:
  • planetal
  • ,
  • planetary

1. Από ή σχετίζονται ή μοιάζουν με τα φυσικά ή τροχιακά χαρακτηριστικά ενός πλανήτη ή των πλανητών

  • "Πλανητική κίνηση"
  • "Πλανητικό έτος"
    συνώνυμο:
  • πλανητικόσ

2. Of or relating to or characteristic of the planet earth or its inhabitants

  • "Planetary rumblings and eructations"- l.c.eiseley
  • "The planetary tilt"
  • "This terrestrial ball"
    synonym:
  • planetary
  • ,
  • terrestrial

2. Από ή σχετίζονται με ή χαρακτηριστικό του πλανήτη γη ή των κατοίκων του

  • "Πλανητικά περιβλήματα και εξαγωγές"- λ.κ.εισλεϋ
  • "Η πλανητική κλίση"
  • "Αυτή η χερσαία μπάλα"
    συνώνυμο:
  • πλανητικόσ
  • ,
  • επίγειος

3. Having no fixed course

  • "An erratic comet"
  • "His life followed a wandering course"
  • "A planetary vagabond"
    synonym:
  • erratic
  • ,
  • planetary
  • ,
  • wandering

3. Χωρίς σταθερή πορεία

  • "Ένας ασταθής κομήτης"
  • "Η ζωή του ακολούθησε μια περιπλανώμενη πορεία"
  • "Ένας πλανητικός αλήτης"
    συνώνυμο:
  • αλλοτριωτικόσ
  • ,
  • πλανητικόσ
  • ,
  • περιπλάνηση

4. Involving the entire earth

  • Not limited or provincial in scope
  • "Global war"
  • "Global monetary policy"
  • "Neither national nor continental but planetary"
  • "A world crisis"
  • "Of worldwide significance"
    synonym:
  • global
  • ,
  • planetary
  • ,
  • world(a)
  • ,
  • worldwide
  • ,
  • world-wide

4. Περιλαμβάνοντας ολόκληρη τη γη

  • Μη περιορισμένο ή επαρχιακό πεδίο εφαρμογής
  • "Παγκόσμιος πόλεμος"
  • "Παγκόσμια νομισματική πολιτική"
  • "Ούτε εθνικό ούτε ηπειρωτικό αλλά πλανητικό"
  • "Παγκόσμια κρίση"
  • "Παγκόσμιας σημασίας"
    συνώνυμο:
  • παγκόσμιος
  • ,
  • πλανητικόσ
  • ,
  • παγκόσμι()
  • ,
  • παγκοσμίως