Translation meaning & definition of the word "planer" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πλανήτης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Planer
[Πλανιέται]/plenər/
noun
1. A power tool for smoothing or shaping wood
- synonym:
- plane ,
- planer ,
- planing machine
1. Ένα ηλεκτρικό εργαλείο για την εξομάλυνση ή τη διαμόρφωση του ξύλου
- συνώνυμο:
- αεροπλάνο ,
- πλανόδι ,
- μηχανή πλανίσματος