Translation meaning & definition of the word "plait" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παραμύθι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Plait
[Πλάκα]/plet/
noun
1. A hairdo formed by braiding or twisting the hair
- synonym:
- braid ,
- plait ,
- tress ,
- twist
1. Ένα χτένισμα που σχηματίζεται από πλέξιμο ή στρίψιμο των μαλλιών
- συνώνυμο:
- πλεξούδα ,
- πλατύ ,
- τρυπάνι ,
- συστροφή
2. Any of various types of fold formed by doubling fabric back upon itself and then pressing or stitching into shape
- synonym:
- pleat ,
- plait
2. Οποιοσδήποτε από τους διάφορους τύπους πτυχών που σχηματίζονται από το διπλασιασμό του υφάσματος πίσω στον εαυτό του και στη συν
- συνώνυμο:
- πτυχώσεισ ,
- πλατύ
verb
1. Make by braiding or interlacing
- "Lace a tablecloth"
- synonym:
- braid ,
- lace ,
- plait
1. Κάντε με πλέξιμο ή αλληλοσύνδεση
- "Κολλήστε ένα τραπεζομάντιλο"
- συνώνυμο:
- πλεξούδα ,
- δαντέλα ,
- πλατύ
2. Weave into plaits
- "Plait hair"
- synonym:
- plait
2. Υφαίνουμε σε πλάκες
- "Πλατιά μαλλιά"
- συνώνυμο:
- πλατύ