Translation meaning & definition of the word "placid" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πλαστικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Placid
[Πλακιδίων]/plæsəd/
adjective
1. (of a body of water) free from disturbance by heavy waves
- "A ribbon of sand between the angry sea and the placid bay"
- "The quiet waters of a lagoon"
- "A lake of tranquil blue water reflecting a tranquil blue sky"
- "A smooth channel crossing"
- "Scarcely a ripple on the still water"
- "Unruffled water"
- synonym:
- placid ,
- quiet ,
- still ,
- tranquil ,
- smooth ,
- unruffled
1. ( ενός σώματος νερού) απαλλαγμένο από διαταραχή από βαριά κύματα
- "Μια κορδέλα άμμου ανάμεσα στη θυμωμένη θάλασσα και τον πλακούντα κόλπο"
- "Τα ήσυχα νερά μιας λιμνοθάλασσας"
- "Μια λίμνη γαλαζοπράσινου νερού που αντανακλά έναν ήρεμο γαλάζιο ουρανό"
- "Μια ομαλή διέλευση καναλιών"
- "Απλά ένας κυματισμός στο ακίνητο νερό"
- "Ατημέλητο νερό"
- συνώνυμο:
- πλακούντα ,
- ήσυχο ,
- ακόμα ,
- ήρεμος ,
- ομαλός ,
- ατάραχοσ
2. Not easily irritated
- "An equable temper"
- "Not everyone shared his placid temperament"
- "Remained placid despite the repeated delays"
- synonym:
- equable ,
- even-tempered ,
- good-tempered ,
- placid
2. Δεν ερεθίζεται εύκολα
- "Μια ίση ιδιοσυγκρασία"
- "Δεν μοιράζονταν όλοι την πλακούντα ιδιοσυγκρασία του"
- "Παρέμεινε πλακούντα παρά τις επαναλαμβανόμενες καθυστερήσεις"
- συνώνυμο:
- εξισώνω ,
- απαλός ,
- καλός ,
- πλακούντα