Translation meaning & definition of the word "placenta" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πλακούντα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Placenta
[Πλακούντα]/pləsɛntə/
noun
1. That part of the ovary of a flowering plant where the ovules form
- synonym:
- placenta
1. Αυτό το τμήμα της ωοθήκης ενός ανθοφόρου φυτού όπου σχηματίζονται τα ωάρια
- συνώνυμο:
- πλακούντα
2. The vascular structure in the uterus of most mammals providing oxygen and nutrients for and transferring wastes from the developing fetus
- synonym:
- placenta
2. Η αγγειακή δομή στη μήτρα των περισσότερων θηλαστικών παρέχει οξυγόνο και θρεπτικά συστατικά για και μεταφορά αποβλήτων από το έμβρυο
- συνώνυμο:
- πλακούντα