Translation meaning & definition of the word "placebo" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τοποθεσία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Placebo
[Μπουτμπό]/pləsiboʊ/
noun
1. An innocuous or inert medication
- Given as a pacifier or to the control group in experiments on the efficacy of a drug
- synonym:
- placebo
1. Ένα αβλαβές ή αδρανές φάρμακο
- Χορηγείται ως πιπίλα ή στην ομάδα ελέγχου σε πειράματα σχετικά με την αποτελεσματικότητα ενός φαρμάκου
- συνώνυμο:
- εικονικό φάρμακο
2. (roman catholic church) vespers of the office for the dead
- synonym:
- placebo
2. (ρωμαϊκή καθολική εκκλησία) εσπερινοί του γραφείου για τους νεκρούς
- συνώνυμο:
- εικονικό φάρμακο