Translation meaning & definition of the word "placard" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "πλάκα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Placard
[Πλάκα]/plækərd/
noun
1. A sign posted in a public place as an advertisement
- "A poster advertised the coming attractions"
- synonym:
- poster ,
- posting ,
- placard ,
- notice ,
- bill ,
- card
1. Ένα σημάδι που δημοσιεύτηκε σε δημόσιο χώρο ως διαφήμιση
- "Μια αφίσα διαφήμισε τα επερχόμενα αξιοθέατα"
- συνώνυμο:
- αφίσα ,
- δημοσίευση ,
- πλακάτ ,
- ειδοποίηση ,
- λογαριασμός ,
- κάρτα
verb
1. Post in a public place
- synonym:
- placard
1. Δημοσίευση σε δημόσιο χώρο
- συνώνυμο:
- πλακάτ
2. Publicize or announce by placards
- synonym:
- placard ,
- bill
2. Δημοσιοποίηση ή ανακοίνωση με πλακάτ
- συνώνυμο:
- πλακάτ ,
- λογαριασμός