Translation meaning & definition of the word "pizzeria" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πιτσαρία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pizzeria
[Πιτσαρία]/pitsəriə/
noun
1. A shop where pizzas are made and sold
- synonym:
- pizzeria ,
- pizza shop ,
- pizza parlor
1. Ένα κατάστημα όπου οι πίτσες κατασκευάζονται και πωλούνται
- συνώνυμο:
- πιτσαρία ,
- κατάστημα πίτσας ,
- σαλόνι πίτσας