Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "pivot" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προβολέας" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Pivot

[Συγκυβερνήτησ]
/pɪvət/

noun

1. The person in a rank around whom the others wheel and maneuver

    synonym:
  • pivot
  • ,
  • pivot man

1. Το άτομο σε μια κατάταξη γύρω από το οποίο οι άλλοι τρέχουν και ελίσσονται

    συνώνυμο:
  • άξονασ
  • ,
  • περιστρεφόμενος άνθρωπος

2. Axis consisting of a short shaft that supports something that turns

    synonym:
  • pivot
  • ,
  • pin

2. Άξονας που αποτελείται από έναν σύντομο άξονα που υποστηρίζει κάτι που γυρίζει

    συνώνυμο:
  • άξονασ
  • ,
  • περνώ

3. The act of turning on (or as if on) a pivot

  • "The golfer went to the driving range to practice his pivot"
    synonym:
  • pivot

3. Η πράξη της ενεργοποίησης του (ορ σαν να είναι ) ένας άξονας

  • "Ο γκολφ πήγε στην περιοχή οδήγησης για να εξασκήσει τον άξονά του"
    συνώνυμο:
  • άξονασ

verb

1. Turn on a pivot

    synonym:
  • pivot
  • ,
  • swivel

1. Ενεργοποιήστε έναν άξονα

    συνώνυμο:
  • άξονασ
  • ,
  • περιστρέφομαι