Translation meaning & definition of the word "pitted" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "τοποθετημένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pitted
[Παραλείπω]/pɪtɪd/
adjective
1. Pitted with cell-like cavities (as a honeycomb)
- synonym:
- alveolate ,
- faveolate ,
- cavitied ,
- honeycombed ,
- pitted
1. Εξοπλισμένο με κοιλότητες που μοιάζουν με κυττάρων (ας κυψελοειδούς)
- συνώνυμο:
- κυψελοειδήσ ,
- φαβεολικό ,
- σπηλαιολόγησε ,
- κερήθρα ,
- πατώ
Examples of using
We pitted cherries for the pie.
Έβαλα κεράσια για την πίτα.