Translation meaning & definition of the word "pitiable" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υπεύθυνη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pitiable
[Συνεπής]/pɪtiəbəl/
adjective
1. Inspiring mixed contempt and pity
- "Their efforts were pathetic"
- "Pitiable lack of character"
- "Pitiful exhibition of cowardice"
- synonym:
- pathetic ,
- pitiable ,
- pitiful
1. Εμπνέοντας ανάμεικτη περιφρόνηση και οίκτο
- "Οι προσπάθειές τους ήταν αξιολύπητες"
- "Αιτιολογική έλλειψη χαρακτήρα"
- "Πλούσια έκθεση δειλίας"
- συνώνυμο:
- αξιολύπητοσ ,
- αξιολύπητος
2. Deserving or inciting pity
- "A hapless victim"
- "Miserable victims of war"
- "The shabby room struck her as extraordinarily pathetic"- galsworthy
- "Piteous appeals for help"
- "Pitiable homeless children"
- "A pitiful fate"
- "Oh, you poor thing"
- "His poor distorted limbs"
- "A wretched life"
- synonym:
- hapless ,
- miserable ,
- misfortunate ,
- pathetic ,
- piteous ,
- pitiable ,
- pitiful ,
- poor ,
- wretched
2. Αξίζει ή υποκινεί τον οίκτο
- "Ένα ατυχές θύμα"
- "Αναρίθμητα θύματα πολέμου"
- "Το άθλιο δωμάτιο την χτύπησε ως εξαιρετικά αξιολύπητη" - αξιόλογη
- "Παρά τις προσφυγές για βοήθεια"
- "Αστέγαστα παιδιά"
- "Μια θλιβερή μοίρα"
- "Ω, φτωχό πράγμα"
- "Τα φτωχά παραμορφωμένα άκρα του"
- "Μια άθλια ζωή"
- συνώνυμο:
- χαβίλλησ ,
- άθλιοσ ,
- ατυχής ,
- αξιολύπητοσ ,
- ευλογημένοσ ,
- αξιολύπητος ,
- φτωχός ,
- αποτυγχάνω