Translation meaning & definition of the word "pithy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πίθη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pithy
[Πίθυ]/pɪθi/
adjective
1. Concise and full of meaning
- "Welcomed her pithy comments"
- "The peculiarly sardonic and sententious style in which don luis composed his epigrams"- hervey allen
- synonym:
- pithy ,
- sententious
1. Συνοπτική και γεμάτη νόημα
- "Καλωσόρισες τα πειστικά σχόλιά της"
- "Το ιδιαίτερα σαρδόνιο και αισθανόμενο στυλ στο οποίο ο ντον λουίς συνέθεσε τα επιγράμματά του" - χερβέι άλεν
- συνώνυμο:
- πίθηκοσ ,
- αισθανόμενοσ