Translation meaning & definition of the word "pitching" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μεταφραστικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pitching
[Ραφή]/pɪʧɪŋ/
noun
1. (baseball) playing the position of pitcher on a baseball team
- synonym:
- pitching
1. (μπασεμπαστμπολ) παίζει τη θέση της στάμνας σε μια ομάδα μπέιζμπολ
- συνώνυμο:
- πίσσα
2. Abrupt up-and-down motion (as caused by a ship or other conveyance)
- "The pitching and tossing was quite exciting"
- synonym:
- lurch ,
- pitch ,
- pitching
2. Απότομη κίνηση προς τα πάνω και προς τα κάτω (α που προκαλείται από πλοίο ή άλλη μεταφορά)
- "Το βήμα και το πέταγμα ήταν αρκετά συναρπαστικό"
- συνώνυμο:
- λαγκ ,
- πίσσα