Translation meaning & definition of the word "pit" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πίτα" στην ελληνική γλώσσα
Pit
[Πιτ]noun
1. A sizeable hole (usually in the ground)
- "They dug a pit to bury the body"
- synonym:
- pit ,
- cavity
1. Μια μεγάλη τρύπα (συνήθως στο έδαφος)
- "Σκάβουν ένα λάκκο για να θάψουν το σώμα"
- συνώνυμο:
- λάκκο ,
- κοιλότητα
2. A concavity in a surface (especially an anatomical depression)
- synonym:
- pit ,
- fossa
2. Μια κοιλότητα σε μια επιφάνεια (ειδικά μια ανατομική κατάθλιψη)
- συνώνυμο:
- λάκκο ,
- λόσα
3. The hard inner (usually woody) layer of the pericarp of some fruits (as peaches or plums or cherries or olives) that contains the seed
- "You should remove the stones from prunes before cooking"
- synonym:
- stone ,
- pit ,
- endocarp
3. Το σκληρό εσωτερικό ( συνήθως ξυλώδης στρώμα του περικαρπίου μερικών φρούτων )ας ροδάκινα ή δαμάσκηνα ή κεράσια ή ελιές( που περιέχει το σπόρο
- "Θα πρέπει να αφαιρέσετε τις πέτρες από τα δαμάσκηνα πριν από το μαγείρεμα"
- συνώνυμο:
- πέτρα ,
- λάκκο ,
- ενδοκάρπιο
4. (christianity) the abode of satan and the forces of evil
- Where sinners suffer eternal punishment
- "Hurl'd headlong...to bottomless perdition, there to dwell"- john milton
- "A demon from the depths of the pit"
- "Hell is paved with good intentions"-dr. johnson
- synonym:
- Hell ,
- perdition ,
- Inferno ,
- infernal region ,
- nether region ,
- pit
4. (χριστιανισμός) η κατοικία του σατανά και οι δυνάμεις του κακού
- Όπου οι αμαρτωλοί υποφέρουν από αιώνια τιμωρία
- "Ο χίλαρντ...στην απύθμενη απώλεια, εκεί για να κατοικήσει" - τζον μίλτον
- "Ένας δαίμονας από τα βάθη του λάκκου"
- "Η καλλιέργεια είναι στρωμένη με καλές προθέσεις"-δρ. τζόνσον
- συνώνυμο:
- Κόλαση ,
- περιφρόνηση ,
- περιοχή κόλασης ,
- περιοχή του δικτύου ,
- λάκκο
5. An enclosure in which animals are made to fight
- synonym:
- pit
5. Ένα περίβλημα στο οποίο τα ζώα γίνονται για να πολεμήσουν
- συνώνυμο:
- λάκκο
6. (commodity exchange) the part of the floor of a commodity exchange where trading in a particular commodity is carried on
- synonym:
- pit
6. (ανταλλαγή εμπορευμάτων) το τμήμα του δαπέδου μιας ανταλλαγής εμπορευμάτων όπου διεξάγεται η εμπορία σε ένα συγκεκριμένο εμπόρευμα
- συνώνυμο:
- λάκκο
7. (auto racing) an area at the side of a racetrack where the race cars are serviced and refueled
- synonym:
- pit
7. (αυτό αγωνιστικό) μια περιοχή στο πλάι ενός αγώνα όπου τα αγωνιστικά αυτοκίνητα εξυπηρετούνται και ανεφοδιάζονται
- συνώνυμο:
- λάκκο
8. A trap in the form of a concealed hole
- synonym:
- pit ,
- pitfall
8. Μια παγίδα με τη μορφή μιας κρυμμένης τρύπας
- συνώνυμο:
- λάκκο ,
- παγίδα
9. A surface excavation for extracting stone or slate
- "A british term for `quarry' is `stone pit'"
- synonym:
- pit ,
- quarry ,
- stone pit
9. Μια επιφανειακή ανασκαφή για την εξαγωγή πέτρας ή σχιστόλιθου
- "Ένας βρετανικός όρος για την `πέτρα'' είναι `πέτρινος λάκκος'"
- συνώνυμο:
- λάκκο ,
- λατομείο ,
- πέτρινο λάκκο
10. Lowered area in front of a stage where an orchestra accompanies the performers
- synonym:
- orchestra pit ,
- pit
10. Χαμηλωμένη περιοχή μπροστά από μια σκηνή όπου μια ορχήστρα συνοδεύει τους ερμηνευτές
- συνώνυμο:
- λάκκος ορχήστρας ,
- λάκκο
11. A workplace consisting of a coal mine plus all the buildings and equipment connected with it
- synonym:
- colliery ,
- pit
11. Ένας χώρος εργασίας που αποτελείται από ένα ανθρακωρυχείο συν όλα τα κτίρια και τον εξοπλισμό που συνδέονται με αυτό
- συνώνυμο:
- αρτοποιία ,
- λάκκο
verb
1. Set into opposition or rivalry
- "Let them match their best athletes against ours"
- "Pit a chess player against the russian champion"
- "He plays his two children off against each other"
- synonym:
- pit ,
- oppose ,
- match ,
- play off
1. Εναντίον ή αντιπαλότητας
- "Αφήστε τους να ταιριάξουν με τους καλύτερους αθλητές τους εναντίον του δικού μας"
- "Πίτα έναν σκακιστή εναντίον του ρώσου πρωταθλητή"
- "Παίζει τα δύο παιδιά του εναντίον του άλλου"
- συνώνυμο:
- λάκκο ,
- αντιτίθεμαι ,
- αγώνασ ,
- παίζω
2. Mark with a scar
- "The skin disease scarred his face permanently"
- synonym:
- scar ,
- mark ,
- pock ,
- pit
2. Σημάδι με μια ουλή
- "Η ασθένεια του δέρματος σημάδεψε το πρόσωπό του μόνιμα"
- συνώνυμο:
- ουρά ,
- σηματοδοτώ ,
- τσέπεσ ,
- λάκκο
3. Remove the pits from
- "Pit plums and cherries"
- synonym:
- pit ,
- stone
3. Αφαιρέστε τους λάκκους από
- "Δαμάσκηνα και κεράσια"
- συνώνυμο:
- λάκκο ,
- πέτρα