Translation meaning & definition of the word "pistol" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πιστόλι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pistol
[Πιστόλι]/pɪstəl/
noun
1. A firearm that is held and fired with one hand
- synonym:
- pistol ,
- handgun ,
- side arm ,
- shooting iron
1. Ένα όπλο που κρατιέται και πυροβολείται με το ένα χέρι
- συνώνυμο:
- πιστόλι ,
- πλευρικός βραχίονας ,
- πυροβολώ
Examples of using
Mary pulled out a pistol and shot Tom.
Η Μαίρη έβγαλε ένα πιστόλι και πυροβόλησε τον Τομ.
Tom removed his pistol from his shoulder holster and laid it on the table.
Ο Τομ έβγαλε το πιστόλι του από τη θήκη του ώμου του και το έβαλε στο τραπέζι.
The pistol bullet pierced his leg.
Η σφαίρα του πιστολιού του τρύπησε το πόδι.