Translation meaning & definition of the word "pique" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πικέ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pique
[Παίζω]/pik/
noun
1. Tightly woven fabric with raised cords
- synonym:
- pique
1. Σφιχτά υφασμένο ύφασμα με ανυψωμένα κορδόνια
- συνώνυμο:
- πίκεσ
2. A sudden outburst of anger
- "His temper sparked like damp firewood"
- synonym:
- pique ,
- temper ,
- irritation
2. Μια ξαφνική έκρηξη θυμού
- "Η ψυχραιμία του πυροδοτήθηκε σαν υγρό καυσόξυλο"
- συνώνυμο:
- πίκεσ ,
- ψυχραιμία ,
- ερεθισμός
verb
1. Cause to feel resentment or indignation
- "Her tactless remark offended me"
- synonym:
- pique ,
- offend
1. Να αισθάνεστε δυσαρέσκεια ή αγανάκτηση
- "Η απρόσεκτη παρατήρησή του με προσέβαλε"
- συνώνυμο:
- πίκεσ ,
- προσβάλλω