Translation meaning & definition of the word "piquant" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πικάντικη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Piquant
[Πικάντικη]/pikənt/
adjective
1. Having an agreeably pungent taste
- synonym:
- piquant ,
- savory ,
- savoury ,
- spicy ,
- zesty
1. Έχοντας μια ευχάριστα πικάντικη γεύση
- συνώνυμο:
- πικάντικη ,
- αλμυρός ,
- πικάντικος ,
- ευφράδεια
2. Engagingly stimulating or provocative
- "A piquant wit"
- "Salty language"
- synonym:
- piquant ,
- salty
2. Ελκυστικά τονωτικό ή προκλητικό
- "Ένα πικάντικο πνεύμα"
- "Αλμυρή γλώσσα"
- συνώνυμο:
- πικάντικη ,
- αλμυρός
3. Attracting or delighting
- "An engaging frankness"
- "A piquant face with large appealing eyes"
- synonym:
- engaging ,
- piquant
3. Προσέλκυση ή απόλαυση
- "Μια ελκυστική ειλικρίνεια"
- "Ένα πικάντικο πρόσωπο με μεγάλα ελκυστικά μάτια"
- συνώνυμο:
- συναρπαστικός ,
- πικάντικη