Translation meaning & definition of the word "piper" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "πιπέρι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Piper
[Πιπίλα]/paɪpər/
noun
1. Someone who plays the bagpipe
- synonym:
- piper ,
- bagpiper
1. Κάποιος που παίζει την τσάντα
- συνώνυμο:
- πιπίλα ,
- τσαντάκι
2. Type genus of the piperaceae: large genus of chiefly climbing tropical shrubs
- synonym:
- Piper ,
- genus Piper
2. Γένος τύπου των πιπερίδων: μεγάλο γένος από κυρίως αναρριχώμενους τροπικούς θάμνους
- συνώνυμο:
- Πιπίλα ,
- γένος Πάπια