Translation meaning & definition of the word "pipeline" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σωλήνας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pipeline
[Αγωγός]/paɪplaɪn/
noun
1. Gossip spread by spoken communication
- "The news of their affair was spread by word of mouth"
- synonym:
- grapevine ,
- pipeline ,
- word of mouth
1. Το κουτσομπολιό εξαπλώθηκε με την προφορική επικοινωνία
- "Η είδηση της σχέσης τους διαδόθηκε από στόμα σε στόμα"
- συνώνυμο:
- αμπέλι ,
- αγωγός ,
- λέξη του στόματος
2. A pipe used to transport liquids or gases
- "A pipeline runs from the wells to the seaport"
- synonym:
- pipeline ,
- line
2. Σωλήνας που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά υγρών ή αερίων
- "Ένας αγωγός τρέχει από τα πηγάδια στο λιμάνι"
- συνώνυμο:
- αγωγός ,
- γραμμή
Examples of using
100,100 gallons of oil have spilled out of the pipeline.
100.100 Γαλόνια πετρελαίου έχουν χυθεί έξω από τον αγωγό.
400,000 gallons of oil have spilled out of the pipeline.
400.000 Γαλόνια πετρελαίου έχουν χυθεί έξω από τον αγωγό.