Translation meaning & definition of the word "pinpoint" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σημείο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pinpoint
[Σημείο εκκίνησης]/pɪnpɔɪnt/
noun
1. A very brief moment
- "They were strangers sharing a pinpoint of time together"
- synonym:
- pinpoint
1. Μια πολύ σύντομη στιγμή
- "Ήταν ξένοι που μοιράζονταν ένα σημείο χρόνου μαζί"
- συνώνυμο:
- αναφερόμενοσ
2. A very small spot
- "The plane was just a speck in the sky"
- synonym:
- speck ,
- pinpoint
2. Ένα πολύ μικρό σημείο
- "Το αεροπλάνο ήταν απλά ένα στίγμα στον ουρανό"
- συνώνυμο:
- στίγμα ,
- αναφερόμενοσ
3. The sharp point of a pin
- synonym:
- pinpoint
3. Το αιχμηρό σημείο μιας καρφίτσας
- συνώνυμο:
- αναφερόμενοσ
verb
1. Locate exactly
- "Can you pinpoint the position of the enemy?"
- "The chemists could not nail the identity of the chromosome"
- synonym:
- pinpoint ,
- nail
1. Εντοπίστε ακριβώς
- "Μπορείτε να εντοπίσετε τη θέση του εχθρού?"
- "Οι χημικοί δεν μπορούσαν να καρφώσουν την ταυτότητα του χρωμοσώματος"
- συνώνυμο:
- αναφερόμενοσ ,
- καρφί