Translation meaning & definition of the word "pinnacle" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αποκορύφωμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pinnacle
[Πανωφόρι]/pɪnəkəl/
noun
1. (architecture) a slender upright spire at the top of a buttress of tower
- synonym:
- pinnacle
1. (αρχιτεκτονική) ένα λεπτό όρθιο κωδωνοστάσιο στην κορυφή μιας άκρης του πύργου
- συνώνυμο:
- αποκορύφωμα
2. The highest level or degree attainable
- The highest stage of development
- "His landscapes were deemed the acme of beauty"
- "The artist's gifts are at their acme"
- "At the height of her career"
- "The peak of perfection"
- "Summer was at its peak"
- "...catapulted einstein to the pinnacle of fame"
- "The summit of his ambition"
- "So many highest superlatives achieved by man"
- "At the top of his profession"
- synonym:
- acme ,
- height ,
- elevation ,
- peak ,
- pinnacle ,
- summit ,
- superlative ,
- meridian ,
- tiptop ,
- top
2. Το υψηλότερο επίπεδο ή βαθμός εφικτό
- Το υψηλότερο στάδιο ανάπτυξης
- "Τα τοπία του θεωρούνταν η ακμή της ομορφιάς"
- "Τα δώρα του καλλιτέχνη είναι στην ακμή τους"
- "Στο απόγειο της καριέρας της"
- "Η κορυφή της τελειότητας"
- "Το καλοκαίρι ήταν στο αποκορύφωμά του"
- "...κατάπληξε τον αϊνστάιν στο αποκορύφωμα της φήμης"
- "Η σύνοδος κορυφής της φιλοδοξίας του"
- "Τόσα υψηλότερα υπερρεαλιστικά που επιτυγχάνονται από τον άνθρωπο"
- "Στην κορυφή του επαγγέλματός του"
- συνώνυμο:
- ακμή ,
- ύψος ,
- υψόμετρο ,
- κορυφή ,
- αποκορύφωμα ,
- σύνοδος κορυφής ,
- υπερθετικόσ ,
- μεσημβρινός ,
- πτώση
3. A lofty peak
- synonym:
- pinnacle
3. Μια υψηλή κορυφή
- συνώνυμο:
- αποκορύφωμα
verb
1. Surmount with a pinnacle
- "Pinnacle a pediment"
- synonym:
- pinnacle
1. Ξεπεράστε με ένα αποκορύφωμα
- "Αποκλείστε ένα αέτωμα"
- συνώνυμο:
- αποκορύφωμα
2. Raise on or as if on a pinnacle
- "He did not want to be pinnacled"
- synonym:
- pinnacle
2. Σηκώστε ή σαν σε ένα αποκορύφωμα
- "Δεν ήθελε να είναι απαξιωμένος"
- συνώνυμο:
- αποκορύφωμα