Translation meaning & definition of the word "pin" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καρφίτσα" στην ελληνική γλώσσα
Pin
[Καρφίτσα]noun
1. A piece of jewelry that is pinned onto the wearer's garment
- synonym:
- pin
1. Ένα κομμάτι κοσμήματος που είναι καρφωμένο στο ένδυμα του χρήστη
- συνώνυμο:
- περνώ
2. When a wrestler's shoulders are forced to the mat
- synonym:
- fall ,
- pin
2. Όταν οι ώμοι ενός παλαιστή αναγκάζονται στο χαλί
- συνώνυμο:
- πέφτω ,
- περνώ
3. Small markers inserted into a surface to mark scores or define locations etc.
- synonym:
- peg ,
- pin
3. Μικροί δείκτες που εισάγονται σε μια επιφάνεια για να σηματοδοτήσουν τις βαθμολογίες ή να καθορίσουν τις θέσεις κ.λπ.
- συνώνυμο:
- πεγκ ,
- περνώ
4. A number you choose and use to gain access to various accounts
- synonym:
- personal identification number ,
- PIN ,
- PIN number
4. Έναν αριθμό που επιλέγετε και χρησιμοποιείτε για να αποκτήσετε πρόσβαση σε διάφορους λογαριασμούς
- συνώνυμο:
- προσωπικός αριθμός αναγνώρισης ,
- ΚΑΡΦΊΤΣΑ ,
- Αριθμός ΚΑΡΦΙΤΣ
5. Informal terms for the leg
- "Fever left him weak on his sticks"
- synonym:
- pin ,
- peg ,
- stick
5. Ανεπίσημοι όροι για το πόδι
- "Ο πυρετός τον άφησε αδύναμο στα ραβδιά του"
- συνώνυμο:
- περνώ ,
- πεγκ ,
- κολλώ
6. Axis consisting of a short shaft that supports something that turns
- synonym:
- pivot ,
- pin
6. Άξονας που αποτελείται από έναν σύντομο άξονα που υποστηρίζει κάτι που γυρίζει
- συνώνυμο:
- άξονασ ,
- περνώ
7. Cylindrical tumblers consisting of two parts that are held in place by springs
- When they are aligned with a key the bolt can be thrown
- synonym:
- pin ,
- pin tumbler
7. Κυλινδρικά ανταλλακτικά που αποτελούνται από δύο μέρη που κρατούνται στη θέση τους από ελατήρια
- Όταν ευθυγραμμίζονται με ένα κλειδί το μπουλόνι μπορεί να πεταχτεί
- συνώνυμο:
- περνώ ,
- περπατών
8. Flagpole used to mark the position of the hole on a golf green
- synonym:
- pin ,
- flag
8. Σημαία που χρησιμοποιείται για να σηματοδοτήσει τη θέση της τρύπας σε ένα πράσινο γκολφ
- συνώνυμο:
- περνώ ,
- σημαία
9. A small slender (often pointed) piece of wood or metal used to support or fasten or attach things
- synonym:
- pin
9. Ένα μικρό λεπτό (συνήθως μυτερό ) κομμάτι ξύλου ή μετάλλου που χρησιμοποιείται για να στηρίξει ή να στερεώσει ή να συνδέσει τα πράγματα
- συνώνυμο:
- περνώ
10. A holder attached to the gunwale of a boat that holds the oar in place and acts as a fulcrum for rowing
- synonym:
- peg ,
- pin ,
- thole ,
- tholepin ,
- rowlock ,
- oarlock
10. Ένας κάτοχος που συνδέεται με το πυροβολισμό ενός σκάφους που κρατά το κουπί στη θέση του και λειτουργεί ως υπομόχλιο για κωπηλασία
- συνώνυμο:
- πεγκ ,
- περνώ ,
- θόλος ,
- θολέπι ,
- λουκέτο ,
- αλογόμαξ
11. A club-shaped wooden object used in bowling
- Set up in triangular groups of ten as the target
- synonym:
- bowling pin ,
- pin
11. Ένα ξύλινο αντικείμενο σε σχήμα κλαμπ που χρησιμοποιείται στο μπόουλινγκ
- Στήστε σε τριγωνικές ομάδες των δέκα ως στόχο
- συνώνυμο:
- πείρο μπόουλινγκ ,
- περνώ
verb
1. To hold fast or prevent from moving
- "The child was pinned under the fallen tree"
- synonym:
- trap ,
- pin ,
- immobilize ,
- immobilise
1. Για να κρατήσει γρήγορα ή να αποτρέψει την κίνηση
- "Το παιδί ήταν καρφωμένο κάτω από το πεσμένο δέντρο"
- συνώνυμο:
- παγίδα ,
- περνώ ,
- ακινητοποιώ ,
- ακινητοποίηση
2. Attach or fasten with pins or as if with pins
- "Pin the needle to the shirt". "pin the blame on the innocent man"
- synonym:
- pin
2. Συνδέστε ή στερεώστε με τις καρφίτσες ή σαν με τις καρφίτσες
- "Τρυπήστε τη βελόνα στο πουκάμισο". "καρφώστε την ευθύνη στον αθώο"
- συνώνυμο:
- περνώ
3. Pierce with a pin
- "Pin down the butterfly"
- synonym:
- pin
3. Τρύπα με μια καρφίτσα
- "Καρφιτσώστε κάτω από την πεταλούδα"
- συνώνυμο:
- περνώ
4. Immobilize a piece
- synonym:
- pin
4. Ακινητοποιήστε ένα κομμάτι
- συνώνυμο:
- περνώ