Translation meaning & definition of the word "pill" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χαλί" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pill
[Χαλιναγωγώ]/pɪl/
noun
1. Something that resembles a tablet of medicine in shape or size
- synonym:
- pill
1. Κάτι που μοιάζει με ένα δισκίο φαρμάκου σε σχήμα ή μέγεθος
- συνώνυμο:
- χάπι
2. A dose of medicine in the form of a small pellet
- synonym:
- pill ,
- lozenge ,
- tablet ,
- tab
2. Μια δόση φαρμάκου με τη μορφή μικρού σβόλου
- συνώνυμο:
- χάπι ,
- λόζελ ,
- ταμπλέτα ,
- καρτέλα
3. A unpleasant or tiresome person
- synonym:
- pill
3. Ένα δυσάρεστο ή κουραστικό άτομο
- συνώνυμο:
- χάπι
4. Something unpleasant or offensive that must be tolerated or endured
- "His competitor's success was a bitter pill to take"
- synonym:
- pill
4. Κάτι δυσάρεστο ή προσβλητικό που πρέπει να γίνει ανεκτό ή να υπομείνει
- "Η επιτυχία του ανταγωνιστή του ήταν ένα πικρό χάπι για να πάρει"
- συνώνυμο:
- χάπι
5. A contraceptive in the form of a pill containing estrogen and progestin to inhibit ovulation and so prevent conception
- synonym:
- pill ,
- birth control pill ,
- contraceptive pill ,
- oral contraceptive pill ,
- oral contraceptive ,
- anovulatory drug ,
- anovulant
5. Ένα αντισυλληπτικό με τη μορφή ενός χαπιού που περιέχει οιστρογόνα και προγεστίνη για να αναστείλει την ωορρηξία και έτσι να αποτρέψει
- συνώνυμο:
- χάπι ,
- χάπι ελέγχου των γεννήσεων ,
- αντισυλληπτικό χάπι ,
- από του στόματος αντισυλληπτικό χάπι ,
- από του στόματος αντισυλληπτικό ,
- ανωοθυρηκτικό φάρμακο ,
- ανωφελήσ
Examples of using
A pill for every ill.
Ένα χάπι για κάθε άρρωστο.