Translation meaning & definition of the word "pike" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ποδήλατο" στην ελληνική γλώσσα
Pike
[Στολίζω]noun
1. A broad highway designed for high-speed traffic
- synonym:
- expressway ,
- freeway ,
- motorway ,
- pike ,
- state highway ,
- superhighway ,
- throughway ,
- thruway
1. Ένας ευρύς αυτοκινητόδρομος σχεδιασμένος για την κυκλοφορία υψηλής ταχύτητας
- συνώνυμο:
- ταχείας κυκλοφορίας ,
- αυτοκινητόδρομος ,
- πατούσα ,
- κρατικός αυτοκινητόδρομος ,
- υπερυψωτά ,
- διασχίζοντασ ,
- λαβή
2. Highly valued northern freshwater fish with lean flesh
- synonym:
- pike
2. Υψηλής αξίας βόρεια ψάρια γλυκού νερού με άπαχη σάρκα
- συνώνυμο:
- πατούσα
3. A sharp point (as on the end of a spear)
- synonym:
- pike
3. Ένα αιχμηρό σημείο (ας στο τέλος ενός λόγχης
- συνώνυμο:
- πατούσα
4. Medieval weapon consisting of a spearhead attached to a long pole or pikestaff
- Superseded by the bayonet
- synonym:
- pike
4. Μεσαιωνικό όπλο που αποτελείται από ένα δόρυ που συνδέεται με ένα μακρύ πόλο ή πικεστάφ
- Αντικαταστάθηκε από το μπαγιονέτ
- συνώνυμο:
- πατούσα
5. Any of several elongate long-snouted freshwater game and food fishes widely distributed in cooler parts of the northern hemisphere
- synonym:
- pike
5. Οποιοδήποτε από τα πολλά επιμήκη παιχνίδια γλυκού νερού και ψάρια τροφίμων που διανέμονται ευρέως σε ψυχρότερα μέρη του βόρειου ημισφαιρίου
- συνώνυμο:
- πατούσα