Translation meaning & definition of the word "pigment" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κομμάτι" στην ελληνική γλώσσα
Pigment
[Χρωστική]noun
1. Dry coloring material (especially a powder to be mixed with a liquid to produce paint, etc.)
- synonym:
- pigment
1. Ξηρό υλικό χρωματισμού (ειδικά μια σκόνη που αναμιγνύεται με ένα υγρό για να παραγάγει το χρώμα, κ.λπ.)
- συνώνυμο:
- χρωστική ουσία
2. Any substance whose presence in plant or animal tissues produces a characteristic color
- synonym:
- pigment
2. Οποιαδήποτε ουσία της οποίας η παρουσία σε φυτικούς ή ζωικούς ιστούς παράγει ένα χαρακτηριστικό χρώμα
- συνώνυμο:
- χρωστική ουσία
3. A substance used as a coating to protect or decorate a surface (especially a mixture of pigment suspended in a liquid)
- Dries to form a hard coating
- "Artists use `paint' and `pigment' interchangeably"
- synonym:
- paint ,
- pigment
3. Μια ουσία που χρησιμοποιείται ως επίστρωση για την προστασία ή τη διακόσμηση μιας επιφάνειας (ειδικά ένα μείγμα χρωστικής που αιωρείται
- Στεγνώνει για να σχηματίσει μια σκληρή επίστρωση
- "Οι καλλιτέχνες χρησιμοποιούν εναλλακτικά την `ζωγραφική' και το `κομμάτι"
- συνώνυμο:
- χρώμα ,
- χρωστική ουσία
verb
1. Acquire pigment
- Become colored or imbued
- synonym:
- pigment
1. Αποκτήστε χρωστική ουσία
- Γίνετε έγχρωμοι ή εμβολιασμένοι
- συνώνυμο:
- χρωστική ουσία
2. Color or dye with a pigment
- "Pigment a photograph"
- synonym:
- pigment
2. Χρώμα ή βαφή με χρωστική ουσία
- "Τελειώστε μια φωτογραφία"
- συνώνυμο:
- χρωστική ουσία