Translation meaning & definition of the word "piggy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "γρυλικός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Piggy
[Χοιροειδήσ]/pɪgi/
noun
1. A young pig
- synonym:
- piglet ,
- piggy ,
- shoat ,
- shote
1. Ένα νεαρό γουρούνι
- συνώνυμο:
- χοιρίδιο ,
- πλατύφυλλοσ ,
- παπουτσάκι ,
- παραπονιέμαι
adjective
1. Resembling swine
- Coarsely gluttonous or greedy
- "Piggish table manners"
- "The piggy fat-cheeked little boy and his porcine pot-bellied father"
- "Swinish slavering over food"
- synonym:
- hoggish ,
- piggish ,
- piggy ,
- porcine ,
- swinish
1. Μοιάζει με χοίρους
- Χονδροειδή λαίμαργος ή άπληστος
- "Μεγάλοι τρόποι τραπεζιού"
- "Το γουρουνάκι με τα λιπαρά αγόρι και ο πατέρας του με το κουτάβι του"
- "Σκουπίστε το φαγητό"
- συνώνυμο:
- αλαζονικόσ ,
- πλιγούρι ,
- πλατύφυλλοσ ,
- πορτσίνι ,
- σουινιστικόσ