Translation meaning & definition of the word "pigeon" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "περιστέρι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pigeon
[Περιστέρι]/pɪʤən/
noun
1. Wild and domesticated birds having a heavy body and short legs
- synonym:
- pigeon
1. Άγρια και εξημερωμένα πουλιά με βαρύ σώμα και κοντά πόδια
- συνώνυμο:
- περιστέρι
Examples of using
Have you ever seen a baby pigeon?
Έχετε δει ποτέ παιδικό περιστέρι?
The pigeon flew in the window.
Το περιστέρι πέταξε στο παράθυρο.
The pigeon has flown the coop.
Το περιστέρι έχει πετάξει το κοτέτσι.