Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "pig" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μεγάλο" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Pig

[Χοίρος]
/pɪg/

noun

1. Domestic swine

    synonym:
  • hog
  • ,
  • pig
  • ,
  • grunter
  • ,
  • squealer
  • ,
  • Sus scrofa

1. Εγχώριοι χοίροι

    συνώνυμο:
  • χουγκ
  • ,
  • χοίρος
  • ,
  • γκρινιάρησ
  • ,
  • πένθος
  • ,
  • Σκοφά

2. A coarse obnoxious person

    synonym:
  • slob
  • ,
  • sloven
  • ,
  • pig
  • ,
  • slovenly person

2. Ένας χοντρός απεχθής άνθρωπος

    συνώνυμο:
  • πανωλεθρία
  • ,
  • σλοβαρόσ
  • ,
  • χοίρος
  • ,
  • αυθάδης άνθρωπος

3. A person regarded as greedy and pig-like

    synonym:
  • hog
  • ,
  • pig

3. Ένα άτομο που θεωρείται άπληστο και γουρουνάκι

    συνώνυμο:
  • χουγκ
  • ,
  • χοίρος

4. Uncomplimentary terms for a policeman

    synonym:
  • bull
  • ,
  • cop
  • ,
  • copper
  • ,
  • fuzz
  • ,
  • pig

4. Ασυνήθιστοι όροι για έναν αστυνομικό

    συνώνυμο:
  • ταύρος
  • ,
  • μπάτσος
  • ,
  • χαλκός
  • ,
  • φουρμπ
  • ,
  • χοίρος

5. Mold consisting of a bed of sand in which pig iron is cast

    synonym:
  • pig bed
  • ,
  • pig

5. Μούχλα που αποτελείται από ένα κρεβάτι άμμου στο οποίο χυτεύεται ο σίδηρος χοίρων

    συνώνυμο:
  • χοιρινό κρεβάτι
  • ,
  • χοίρος

6. A crude block of metal (lead or iron) poured from a smelting furnace

    synonym:
  • pig

6. Ένα ακατέργαστο μπλοκ από μέταλλο (λεβάντα ή σίδηρος) χύνεται από ένα φούρνο τήξης

    συνώνυμο:
  • χοίρος

verb

1. Live like a pig, in squalor

    synonym:
  • pig
  • ,
  • pig it

1. Ζήσε σαν γουρούνι, σε πλάτωμα

    συνώνυμο:
  • χοίρος
  • ,
  • το γουρουνίζω

2. Eat greedily

  • "He devoured three sandwiches"
    synonym:
  • devour
  • ,
  • guttle
  • ,
  • raven
  • ,
  • pig

2. Τρώτε άπληστα

  • "Καταβροχθίζει τρία σάντουιτς"
    συνώνυμο:
  • καταβροχθίζω
  • ,
  • λασπώνω
  • ,
  • ράβεν
  • ,
  • χοίρος

3. Give birth

  • "Sows farrow"
    synonym:
  • farrow
  • ,
  • pig

3. Γεννώ

  • "Σπέρνει φραγκόουλο"
    συνώνυμο:
  • φάροου
  • ,
  • χοίρος

Examples of using

He eats like a pig.
Τρώει σαν γουρούνι.
Don't touch me, you pig!
Μη με αγγίζεις, γουρουνίζεις!
You filthy pig!
Βρωμερό γουρούνι!