Translation meaning & definition of the word "pictured" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εικόνα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pictured
[Εικονογραφημένο]/pɪkʧərd/
adjective
1. Seen in the mind as a mental image
- "The glory of his envisioned future"
- "The snow-covered alps pictured in her imagination"
- "The visualized scene lacked the ugly details of real life"
- synonym:
- envisioned ,
- pictured ,
- visualized ,
- visualised
1. Βλέπουμε στο μυαλό ως μια νοητική εικόνα
- "Η δόξα του οραματισμένου μέλλοντός του"
- "Οι χιονισμένες άλπεις απεικονίζονται στη φαντασία της"
- "Η οπτικοποιημένη σκηνή δεν διέθετε τις άσχημες λεπτομέρειες της πραγματικής ζωής"
- συνώνυμο:
- οραματίστηκε ,
- απεικονίζεται ,
- οπτικοποιημένο
2. Represented graphically by sketch or design or lines
- synonym:
- depicted ,
- pictured ,
- portrayed
2. Αντιπροσωπεύεται γραφικά από σκίτσο ή σχέδιο ή γραμμές
- συνώνυμο:
- απεικονίζεται