Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "picture" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εικόνα" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Picture

[Εικόνα]
/pɪkʧər/

noun

1. A visual representation (of an object or scene or person or abstraction) produced on a surface

  • "They showed us the pictures of their wedding"
  • "A movie is a series of images projected so rapidly that the eye integrates them"
    synonym:
  • picture
  • ,
  • image
  • ,
  • icon
  • ,
  • ikon

1. Μια οπτική αναπαράσταση (ενός αντικειμένου ή σκηνής ή προσώπου ή αφαίρεσης) που παράγεται σε μια επιφάνεια

  • "Μας έδειξαν τις φωτογραφίες του γάμου τους"
  • "Μια ταινία είναι μια σειρά από εικόνες που προβάλλονται τόσο γρήγορα ώστε το μάτι να τις ενσωματώνει"
    συνώνυμο:
  • εικόνα
  • ,
  • εικονίδιο
  • ,
  • εικον

2. Graphic art consisting of an artistic composition made by applying paints to a surface

  • "A small painting by picasso"
  • "He bought the painting as an investment"
  • "His pictures hang in the louvre"
    synonym:
  • painting
  • ,
  • picture

2. Γραφική τέχνη που αποτελείται από μια καλλιτεχνική σύνθεση που γίνεται με την εφαρμογή χρωμάτων σε μια επιφάνεια

  • "Ένας μικρός πίνακας του πικάσο"
  • "Αγόρασε τον πίνακα ως επένδυση"
  • "Οι φωτογραφίες του κρέμονται στο λούβρο"
    συνώνυμο:
  • ζωγραφική
  • ,
  • εικόνα

3. A clear and telling mental image

  • "He described his mental picture of his assailant"
  • "He had no clear picture of himself or his world"
  • "The events left a permanent impression in his mind"
    synonym:
  • mental picture
  • ,
  • picture
  • ,
  • impression

3. Μια καθαρή και λεκτική εικόνα

  • "Περιέγραψε την νοητική του εικόνα του δράστη του"
  • "Δεν είχε σαφή εικόνα του εαυτού του ή του κόσμου του"
  • "Τα γεγονότα άφησαν μόνιμη εντύπωση στο μυαλό του"
    συνώνυμο:
  • νοητική εικόνα
  • ,
  • εικόνα
  • ,
  • εντύπωση

4. A situation treated as an observable object

  • "The political picture is favorable"
  • "The religious scene in england has changed in the last century"
    synonym:
  • picture
  • ,
  • scene

4. Μια κατάσταση που αντιμετωπίζεται ως ένα παρατηρήσιμο αντικείμενο

  • "Η πολιτική εικόνα είναι ευνοϊκή"
  • "Η θρησκευτική σκηνή στην αγγλία έχει αλλάξει τον τελευταίο αιώνα"
    συνώνυμο:
  • εικόνα
  • ,
  • σκηνή

5. Illustrations used to decorate or explain a text

  • "The dictionary had many pictures"
    synonym:
  • picture
  • ,
  • pictorial matter

5. Εικόνες που χρησιμοποιούνται για να διακοσμήσουν ή να εξηγήσουν ένα κείμενο

  • "Το λεξικό είχε πολλές φωτογραφίες"
    συνώνυμο:
  • εικόνα
  • ,
  • εικονογραφική ύλη

6. A form of entertainment that enacts a story by sound and a sequence of images giving the illusion of continuous movement

  • "They went to a movie every saturday night"
  • "The film was shot on location"
    synonym:
  • movie
  • ,
  • film
  • ,
  • picture
  • ,
  • moving picture
  • ,
  • moving-picture show
  • ,
  • motion picture
  • ,
  • motion-picture show
  • ,
  • picture show
  • ,
  • pic
  • ,
  • flick

6. Μια μορφή ψυχαγωγίας που εφαρμόζει μια ιστορία από τον ήχο και μια ακολουθία εικόνων που δίνουν την ψευδαίσθηση της συνεχούς κίνησης

  • "Πήγαιναν σε μια ταινία κάθε σάββατο βράδυ"
  • "Η ταινία γυρίστηκε στην τοποθεσία"
    συνώνυμο:
  • ταινία
  • ,
  • εικόνα
  • ,
  • κινούμενη εικόνα
  • ,
  • παράσταση κινούμενης εικόνας
  • ,
  • επίδειξη κίνησης-εικόνας
  • ,
  • φωτογραφία
  • ,
  • παίζω

7. The visible part of a television transmission

  • "They could still receive the sound but the picture was gone"
    synonym:
  • video
  • ,
  • picture

7. Το ορατό μέρος μιας τηλεοπτικής μετάδοσης

  • "Θα μπορούσαν ακόμα να λάβουν τον ήχο, αλλά η εικόνα είχε φύγει"
    συνώνυμο:
  • βίντεο
  • ,
  • εικόνα

8. A graphic or vivid verbal description

  • "Too often the narrative was interrupted by long word pictures"
  • "The author gives a depressing picture of life in poland"
  • "The pamphlet contained brief characterizations of famous vermonters"
    synonym:
  • word picture
  • ,
  • word-painting
  • ,
  • delineation
  • ,
  • depiction
  • ,
  • picture
  • ,
  • characterization
  • ,
  • characterisation

8. Μια γραφική ή ζωηρή λεκτική περιγραφή

  • "Πολύ συχνά η αφήγηση διακόπτεται από μακρές εικόνες λέξεων"
  • "Ο συγγραφέας δίνει μια καταθλιπτική εικόνα της ζωής στην πολωνία"
  • "Το φυλλάδιο περιείχε σύντομους χαρακτηρισμούς διάσημων βερμόντερ"
    συνώνυμο:
  • λέξη εικόνα
  • ,
  • λέξη-ζωγραφική
  • ,
  • οριοθέτηση
  • ,
  • απεικόνιση
  • ,
  • εικόνα
  • ,
  • χαρακτηρισμός

9. A typical example of some state or quality

  • "The very picture of a modern general"
  • "She was the picture of despair"
    synonym:
  • picture

9. Ένα τυπικό παράδειγμα κάποιας κατάστασης ή ποιότητας

  • "Η ίδια η εικόνα ενός σύγχρονου στρατηγού"
  • "Ήταν η εικόνα της απελπισίας"
    συνώνυμο:
  • εικόνα

10. A representation of a person or scene in the form of a print or transparent slide

  • Recorded by a camera on light-sensitive material
    synonym:
  • photograph
  • ,
  • photo
  • ,
  • exposure
  • ,
  • picture
  • ,
  • pic

10. Μια αναπαράσταση ενός ατόμου ή μιας σκηνής με τη μορφή εκτύπωσης ή διαφανούς διαφάνειας

  • Καταγράφεται από μια κάμερα σε ευαίσθητο στο φως υλικό
    συνώνυμο:
  • φωτογραφία
  • ,
  • έκθεση
  • ,
  • εικόνα

verb

1. Imagine

  • Conceive of
  • See in one's mind
  • "I can't see him on horseback!"
  • "I can see what will happen"
  • "I can see a risk in this strategy"
    synonym:
  • visualize
  • ,
  • visualise
  • ,
  • envision
  • ,
  • project
  • ,
  • fancy
  • ,
  • see
  • ,
  • figure
  • ,
  • picture
  • ,
  • image

1. Φανταστείτε

  • Συλλαμβάνω
  • Δείτε στο μυαλό κάποιου
  • "Δεν μπορώ να τον δω με άλογο!"
  • "Μπορώ να δω τι θα συμβεί"
  • "Μπορώ να δω έναν κίνδυνο σε αυτή τη στρατηγική"
    συνώνυμο:
  • οραματίζομαι
  • ,
  • οραματιστείτε
  • ,
  • έργο
  • ,
  • φανταχτερός
  • ,
  • βλέπω
  • ,
  • σχήμα
  • ,
  • εικόνα

2. Show in, or as in, a picture

  • "This scene depicts country life"
  • "The face of the child is rendered with much tenderness in this painting"
    synonym:
  • picture
  • ,
  • depict
  • ,
  • render
  • ,
  • show

2. Εμφάνιση ή όπως σε μια εικόνα

  • "Αυτή η σκηνή απεικονίζει τη ζωή της χώρας"
  • "Το πρόσωπο του παιδιού αποδίδεται με μεγάλη τρυφερότητα σε αυτόν τον πίνακα"
    συνώνυμο:
  • εικόνα
  • ,
  • απεικονίζω
  • ,
  • αποδίδω
  • ,
  • εμφανίζω

Examples of using

Do you know an artist who can restore this old picture for me?
Ξέρετε έναν καλλιτέχνη που μπορεί να επαναφέρει αυτή την παλιά εικόνα για μένα?
The museum took down the picture of the royal family.
Το μουσείο κατέβασε την εικόνα της βασιλικής οικογένειας.
I'm starting to love this picture!
Αρχίζω να αγαπώ αυτή την εικόνα!