Translation meaning & definition of the word "picky" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επιλογή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Picky
[Επιλεκτικόσ]/pɪki/
adjective
1. Exacting especially about details
- "A finicky eater"
- "Fussy about clothes"
- "Very particular about how her food was prepared"
- synonym:
- finical ,
- finicky ,
- fussy ,
- particular ,
- picky
1. Απαιτητική ειδικά για τις λεπτομέρειες
- "Ένας φινλανδικός τρώγων"
- "Ανησυχία για τα ρούχα"
- "Πολύ συγκεκριμένα για το πώς προετοιμάστηκε το φαγητό της"
- συνώνυμο:
- τελειωτικόσ ,
- φινίκ ,
- ανήσυχοσ ,
- ιδιαίτερα ,
- επιλεκτικός
Examples of using
Tom is too picky.
Ο Τομ είναι πολύ επιλεκτικός.
She's too picky.
Είναι πολύ επιλεκτική.
I think you're too picky.
Νομίζω ότι είσαι πολύ επιλεκτικός.