Translation meaning & definition of the word "pickup" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παραλαβή" στην ελληνική γλώσσα
Pickup
[Σήκωσε]noun
1. A light truck with an open body and low sides and a tailboard
- synonym:
- pickup ,
- pickup truck
1. Ένα ελαφρύ φορτηγό με ανοιχτό σώμα και χαμηλές πλευρές και ένα ταμπλό
- συνώνυμο:
- παραλαβή ,
- φορτηγό παραλαβής
2. A warrant to take someone into custody
- "Put out a pickup on that man"
- synonym:
- pickup
2. Ένταλμα για να τεθεί κάποιος υπό κράτηση
- "Βγάλτε μια παραλαβή σε αυτόν τον άνθρωπο"
- συνώνυμο:
- παραλαβή
3. Anything with restorative powers
- "She needed the pickup that coffee always gave her"
- synonym:
- pickup ,
- pick-me-up
3. Οτιδήποτε με αποκαταστατικές δυνάμεις
- "Χρειαζόταν την παραλαβή που πάντα της έδινε ο καφές"
- συνώνυμο:
- παραλαβή
4. A casual acquaintance
- Often made in hope of sexual relationships
- synonym:
- pickup
4. Μια περιστασιακή γνωριμία
- Συχνά γίνεται με την ελπίδα των σεξουαλικών σχέσεων
- συνώνυμο:
- παραλαβή
5. The attribute of being capable of rapid acceleration
- "His car has a lot of pickup"
- synonym:
- pickup ,
- getaway
5. Η ιδιότητα του να είναι ικανή για ταχεία επιτάχυνση
- "Το αυτοκίνητό του έχει πολλή παραλαβή"
- συνώνυμο:
- παραλαβή ,
- απόδραση
6. Mechanical device consisting of a light balanced arm that carries the cartridge
- synonym:
- tone arm ,
- pickup ,
- pickup arm
6. Μηχανική συσκευή που αποτελείται από έναν ελαφρύ ισορροπημένο βραχίονα που φέρει το φυσίγγιο
- συνώνυμο:
- τόνος ,
- παραλαβή ,
- βραχίονας παραλαβής
7. An electro-acoustic transducer that is the part of the arm of a record player that holds the needle and that is removable
- synonym:
- cartridge ,
- pickup
7. Ένας ηλεκτροακουστικός μετατροπέας που είναι το μέρος του βραχίονα ενός δίσκου που κρατά τη βελόνα και που είναι αφαιρούμενο
- συνώνυμο:
- κασέτα ,
- παραλαβή
8. The act or process of picking up or collecting from various places
- "Garbage pickup is on mondays and thursdays"
- synonym:
- pickup
8. Η πράξη ή η διαδικασία παραλαβής ή συλλογής από διάφορα μέρη
- "Η παραλαβή από λάχανο είναι δευτέρα και πέμπτη"
- συνώνυμο:
- παραλαβή
9. The act of taking aboard passengers or freight
- synonym:
- pickup
9. Η πράξη της επιβίβασης επιβατών ή εμπορευμάτων
- συνώνυμο:
- παραλαβή