Translation meaning & definition of the word "pick" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επιλογή" στην ελληνική γλώσσα
Pick
[Διαλέγω]noun
1. The person or thing chosen or selected
- "He was my pick for mayor"
- synonym:
- choice ,
- pick ,
- selection
1. Το άτομο ή το πράγμα που επιλέγεται ή επιλέγεται
- "Ήταν η επιλογή μου για δήμαρχο"
- συνώνυμο:
- επιλογή ,
- επιλέγω
2. The quantity of a crop that is harvested
- "He sent the first picking of berries to the market"
- "It was the biggest peach pick in years"
- synonym:
- picking ,
- pick
2. Η ποσότητα μιας καλλιέργειας που συλλέγεται
- "Έβαλε την πρώτη επιλογή μούρων στην αγορά"
- "Ήταν η μεγαλύτερη επιλογή ροδάκινου εδώ και χρόνια"
- συνώνυμο:
- επιλογή ,
- επιλέγω
3. The best people or things in a group
- "The cream of england's young men were killed in the great war"
- synonym:
- cream ,
- pick
3. Οι καλύτεροι άνθρωποι ή πράγματα σε μια ομάδα
- "Η κρέμα των νεαρών ανδρών της αγγλίας σκοτώθηκε στον μεγάλο πόλεμο"
- συνώνυμο:
- κρέμα ,
- επιλέγω
4. The yarn woven across the warp yarn in weaving
- synonym:
- woof ,
- weft ,
- filling ,
- pick
4. Το νήμα που υφαίνεται σε όλο το νήμα στην ύφανση
- συνώνυμο:
- αποφεύγω ,
- υφαντό ,
- πλήρωση ,
- επιλέγω
5. A small thin device (of metal or plastic or ivory) used to pluck a stringed instrument
- synonym:
- pick ,
- plectrum ,
- plectron
5. Μια μικρή λεπτή συσκευή (από μέταλλο ή πλαστικό ή ελεφαντόδοντο χρησιμοποιείται για να βγάλει ένα έγχορδο όργανο
- συνώνυμο:
- επιλέγω ,
- πίκλερ ,
- πλεκτρόνιο
6. A thin sharp implement used for removing unwanted material
- "He used a pick to clean the dirt out of the cracks"
- synonym:
- pick
6. Ένα λεπτό αιχμηρό εφαρμογή που χρησιμοποιείται για την αφαίρεση του ανεπιθύμητου υλικού
- "Χρησιμοποίησε μια επιλογή για να καθαρίσει τη βρωμιά από τις ρωγμές"
- συνώνυμο:
- επιλέγω
7. A heavy iron tool with a wooden handle and a curved head that is pointed on both ends
- "They used picks and sledges to break the rocks"
- synonym:
- pick ,
- pickax ,
- pickaxe
7. Ένα βαρύ σιδερένιο εργαλείο με ξύλινη λαβή και καμπύλη κεφαλή που δείχνει και στις δύο άκρες
- "Χρησιμοποίησαν επιλογές και έλκηθρα για να σπάσουν τα βράχια"
- συνώνυμο:
- επιλέγω ,
- πίκα ,
- πίκαξ
8. A basketball maneuver
- Obstructing an opponent with one's body
- "He was called for setting an illegal pick"
- synonym:
- pick
8. Ένας ελιγμός μπάσκετ
- Εμποδίζοντας έναν αντίπαλο με το σώμα του
- "Κλήθηκε για να καθορίσει μια παράνομη επιλογή"
- συνώνυμο:
- επιλέγω
9. The act of choosing or selecting
- "Your choice of colors was unfortunate"
- "You can take your pick"
- synonym:
- choice ,
- selection ,
- option ,
- pick
9. Η πράξη της επιλογής ή της επιλογής
- "Η επιλογή των χρωμάτων σας ήταν ατυχής"
- "Μπορείτε να πάρετε την επιλογή σας"
- συνώνυμο:
- επιλογή ,
- επιλέγω
verb
1. Select carefully from a group
- "She finally picked her successor"
- "He picked his way carefully"
- synonym:
- pick
1. Επιλέξτε προσεκτικά από μια ομάδα
- "Τελικά επέλεξε τον διάδοχό του"
- "Έπιασε το δρόμο του προσεκτικά"
- συνώνυμο:
- επιλέγω
2. Look for and gather
- "Pick mushrooms"
- "Pick flowers"
- synonym:
- pick ,
- pluck ,
- cull
2. Ψάξτε και συγκεντρωθείτε
- "Επιλέξτε μανιτάρια"
- "Επιλέξτε λουλούδια"
- συνώνυμο:
- επιλέγω ,
- τρίβω ,
- περιστρέφω
3. Harass with constant criticism
- "Don't always pick on your little brother"
- synonym:
- blame ,
- find fault ,
- pick
3. Παρενοχλώντας με συνεχή κριτική
- "Μην επιλέγεις πάντα τον μικρό σου αδερφό"
- συνώνυμο:
- ευθύνη ,
- βρίσκω λάθος ,
- επιλέγω
4. Provoke
- "Pick a fight or a quarrel"
- synonym:
- pick
4. Προκαλώ
- "Επιλέξτε έναν αγώνα ή μια διαμάχη"
- συνώνυμο:
- επιλέγω
5. Remove in small bits
- "Pick meat from a bone"
- synonym:
- pick
5. Αφαιρέστε στα μικρά κομμάτια
- "Επιλέξτε κρέας από ένα κόκαλο"
- συνώνυμο:
- επιλέγω
6. Remove unwanted substances from, such as feathers or pits
- "Clean the turkey"
- synonym:
- clean ,
- pick
6. Αφαιρέστε τις ανεπιθύμητες ουσίες από, όπως τα φτερά ή οι κοιλότητες
- "Καθαρίστε τη γαλοπούλα"
- συνώνυμο:
- καθαρός ,
- επιλέγω
7. Pilfer or rob
- "Pick pockets"
- synonym:
- pick
7. Πιλφέ ή ληστεία
- "Επιλέξτε τσέπες"
- συνώνυμο:
- επιλέγω
8. Pay for something
- "Pick up the tab"
- "Pick up the burden of high-interest mortgages"
- "Foot the bill"
- synonym:
- foot ,
- pick
8. Πληρώστε για κάτι
- "Σηκώστε την καρτέλα"
- "Συλλέξτε το βάρος των υποθηκών υψηλού επιτοκίου"
- "Πατήστε το λογαριασμό"
- συνώνυμο:
- πόδι ,
- επιλέγω
9. Pull lightly but sharply with a plucking motion
- "He plucked the strings of his mandolin"
- synonym:
- pluck ,
- plunk ,
- pick
9. Τραβήξτε ελαφρά αλλά απότομα με μια κίνηση
- "Έβγαλε τις χορδές του μαντολίνου του"
- συνώνυμο:
- τρίβω ,
- παρασύρω ,
- επιλέγω
10. Attack with or as if with a pickaxe of ice or rocky ground, for example
- "Pick open the ice"
- synonym:
- pick ,
- break up
10. Επίθεση με ή σαν με πάστα πάγου ή βραχώδες έδαφος για παράδειγμα
- "Συνέχισε να ανοίγεις τον πάγο"
- συνώνυμο:
- επιλέγω ,
- διαλύω
11. Hit lightly with a picking motion
- synonym:
- peck ,
- pick ,
- beak
11. Χτυπήστε ελαφρά με μια κίνηση επιλογής
- συνώνυμο:
- πεκ ,
- επιλέγω ,
- ράμφοσ
12. Eat intermittently
- Take small bites of
- "He pieced at the sandwich all morning"
- "She never eats a full meal--she just nibbles"
- synonym:
- nibble ,
- pick ,
- piece
12. Τρώτε διαλείπουσα
- Πάρτε μικρά δαγκώματα
- "Μαζεύτηκε στο σάντουιτς όλο το πρωί"
- "Ποτέ δεν τρώει ένα πλήρες γεύμα - απλά νιβλί"
- συνώνυμο:
- νιβάδα ,
- επιλέγω ,
- κομμάτι