Translation meaning & definition of the word "pica" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πίκα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pica
[Πίτσα]/paɪkə/
noun
1. An eating disorder, frequent in children, in which non-nutritional objects are eaten persistently
- synonym:
- pica
1. Μια διατροφική διαταραχή, συχνή στα παιδιά, στην οποία τα μη θρεπτικά αντικείμενα τρώγονται επίμονα
- συνώνυμο:
- πίκα
2. A linear unit (1/6 inch) used in printing
- synonym:
- em ,
- pica em ,
- pica
2. Μια γραμμική μονάδα (1/6 ιντσών) που χρησιμοποιείται στην εκτύπωση
- συνώνυμο:
- εμ ,
- πίκα
3. Magpies
- synonym:
- Pica ,
- genus Pica
3. Ακροβατεία
- συνώνυμο:
- Πίτσα ,
- γένος Πίκα