Translation meaning & definition of the word "pic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εικ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pic
[Πικ]/pɪk/
noun
1. A form of entertainment that enacts a story by sound and a sequence of images giving the illusion of continuous movement
- "They went to a movie every saturday night"
- "The film was shot on location"
- synonym:
- movie ,
- film ,
- picture ,
- moving picture ,
- moving-picture show ,
- motion picture ,
- motion-picture show ,
- picture show ,
- pic ,
- flick
1. Μια μορφή ψυχαγωγίας που εφαρμόζει μια ιστορία από τον ήχο και μια ακολουθία εικόνων που δίνουν την ψευδαίσθηση της συνεχούς κίνησης
- "Πήγαιναν σε μια ταινία κάθε σάββατο βράδυ"
- "Η ταινία γυρίστηκε στην τοποθεσία"
- συνώνυμο:
- ταινία ,
- εικόνα ,
- κινούμενη εικόνα ,
- παράσταση κινούμενης εικόνας ,
- επίδειξη κίνησης-εικόνας ,
- φωτογραφία ,
- παίζω
2. A representation of a person or scene in the form of a print or transparent slide
- Recorded by a camera on light-sensitive material
- synonym:
- photograph ,
- photo ,
- exposure ,
- picture ,
- pic
2. Μια αναπαράσταση ενός ατόμου ή μιας σκηνής με τη μορφή εκτύπωσης ή διαφανούς διαφάνειας
- Καταγράφεται από μια κάμερα σε ευαίσθητο στο φως υλικό
- συνώνυμο:
- φωτογραφία ,
- έκθεση ,
- εικόνα