Translation meaning & definition of the word "piazza" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πλατεία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Piazza
[Πιάτσα]/piæzə/
noun
1. A public square with room for pedestrians
- "They met at elm plaza"
- "Grosvenor place"
- synonym:
- plaza ,
- place ,
- piazza
1. Μια δημόσια πλατεία με χώρο για τους πεζούς
- "Συναντήθηκαν στο ελμ πλάζα"
- "Τοποθεσία γκρόσβενορ"
- συνώνυμο:
- πλατεία ,
- τοποθετώ