Translation meaning & definition of the word "pia" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πιά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pia
[Πία]/piə/
noun
1. Perennial herb of east indies to polynesia and australia
- Cultivated for its large edible root yielding otaheite arrowroot starch
- synonym:
- pia ,
- Indian arrowroot ,
- Tacca leontopetaloides ,
- Tacca pinnatifida
1. Πολυετές βότανο των ανατολικών ινδιών σε πολυνησία και αυστραλία
- Καλλιεργείται για το μεγάλο βρώσιμο άμυλο βέλους ρίζας του οταχείτη
- συνώνυμο:
- πιά ,
- Ινδικό βέλος ,
- Λεοντοπεταλοειδή της τάξης ,
- Τακα πινατιφίντα