Translation meaning & definition of the word "physiological" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φυσιολογική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Physiological
[Φυσιολογική]/fɪziəlɑʤɪkəl/
adjective
1. Of or relating to the biological study of physiology
- "Physiological psychology"
- "Pavlov's physiological theories"
- synonym:
- physiological
1. Από ή σχετίζονται με τη βιολογική μελέτη της φυσιολογίας
- "Φυσιολογική ψυχολογία"
- "Οι φυσιολογικές θεωρίες του παβλόφ"
- συνώνυμο:
- φυσιολογικός
2. Of or consistent with an organism's normal functioning
- "Physiologic functions"
- "Physiological processes"
- synonym:
- physiologic ,
- physiological
2. Είτε συνάδει με την κανονική λειτουργία ενός οργανισμού
- "Φυσιολογικές λειτουργίες"
- "Φυσιολογικές διεργασίες"
- συνώνυμο:
- φυσιολογική ,
- φυσιολογικός