Translation meaning & definition of the word "physicist" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φυσικός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Physicist
[Φυσικός]/fɪzɪsɪst/
noun
1. A scientist trained in physics
- synonym:
- physicist
1. Ένας επιστήμονας εκπαιδευμένος στη φυσική
- συνώνυμο:
- φυσικός
Examples of using
His father is a physicist.
Ο πατέρας του είναι φυσικός.
Theremin: The world's first electronic musical instrument, made by Russian physicist Lev Sergeivitch Termen in 100.
Το πρώτο ηλεκτρονικό μουσικό όργανο του κόσμου, που έγινε από τον Ρώσο φυσικό Λεβ Σεργκέιβιτς Τέρμεν το 100.
He is a famous physicist not only in Japan, but in the world.
Είναι διάσημος φυσικός όχι μόνο στην Ιαπωνία, αλλά και στον κόσμο.