Translation meaning & definition of the word "physician" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φυσικός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Physician
[Ιατρός]/fəzɪʃən/
noun
1. A licensed medical practitioner
- "I felt so bad i went to see my doctor"
- synonym:
- doctor ,
- doc ,
- physician ,
- MD ,
- Dr. ,
- medico
1. Ένας αδειούχος ιατρός
- "Ένιωσα τόσο άσχημα που πήγα να δω το γιατρό μου"
- συνώνυμο:
- γιατρός ,
- ντοκ ,
- ΜΔ ,
- Δρ. ,
- φάρμακο