Translation meaning & definition of the word "photography" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φωτογραφία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Photography
[Φωτογραφία]/fətɑgrəfi/
noun
1. The act of taking and printing photographs
- synonym:
- photography ,
- picture taking
1. Η πράξη λήψης και εκτύπωσης φωτογραφιών
- συνώνυμο:
- φωτογραφία ,
- λήψη εικόνων
2. The process of producing images of objects on photosensitive surfaces
- synonym:
- photography
2. Η διαδικασία παραγωγής εικόνων αντικειμένων σε φωτοευαίσθητες επιφάνειες
- συνώνυμο:
- φωτογραφία
3. The occupation of taking and printing photographs or making movies
- synonym:
- photography
3. Το επάγγελμα της λήψης και της εκτύπωσης φωτογραφιών ή της παραγωγής ταινιών
- συνώνυμο:
- φωτογραφία